δημούμαι

δημούμαι
δημοῡμαι (-όομαι) (Α) [δήμος]
1. αγορεύω δημόσια με σκοπό να ευχαριστήσω ή τέρψω τον δήμο, δημοκοπώ
2. (ως παθητικό) είμαι δημόσια γνωστός
3. τραγουδώ λαϊκό τραγούδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • δήμωμα — δήμωμα, το (Α) [δημούμαι] η τέρψη τού λαού …   Dictionary of Greek

  • δαμώματα — δαμώματα, τα (Α) άσματα που εκτελούνται σε δημόσια γιορτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαμούμαι, δωρ. τ. τού δημούμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”